- κορτάρω
- και κορτετζάρωκάνω κόρτε, ερωτοτροπώ, φλερτάρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. -άρω, χαρακτηριστική τών ρ. ξεν. προελεύσεως (< ιταλ. κατάλ. απαρεμφάτου -are), πρβλ. κοντρολ-άρω, φουμ-άρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορτάρω — κορτάρω, κόρταρα και κορτάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κορτάρω — κάνω κόρτε, φλερτάρω, ερωτοτροπώ: Κορτάρει τις μικρές κοπέλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορτάρισμα — και κορτετζάρισμα, το [κορτάρω] το κόρτε, η ερωτοτροπία, το φλερτ … Dictionary of Greek
φλερτάρω — φλερτάρισα, μτβ. και αμτβ., κάνω φλερτ, ερωτοτροπώ με χάρη, κορτάρω, κάνω κόρτε, κάνω γλυκά μάτια: Απόψε στο πάρτι φλερτάρω. – Με φλερτάρει πολύν καιρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)